(Η φωτογραφία είναι από ένα αλώνι του Κουρουνιού Γορτυνίας Αρκαδίας (το χωριό της μάνας μου) τον περίφημο " Όχτο", στον οποίο από τα πολύ παλιά χρόνια γινόταν ο χορός στο Πανηγύρι της 23ης Αυγούστου, για την Ψηλή Παναγιά)
ΑΛΩΝΑΚΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
«Όλα είναι υφάδια της κοιλιάς και το ψωμί στημόνι».
Εδώ κερδήθηκε κάποτε το ψωμί . Στ’ Αλώνι .
Τα βράχια έδωσαν τις πλάκες που στρώθηκαν στη γη τη φαρδιοπλάτα . Το σχήμα … κύκλος ! Σαν ετοιμασμένος από πάντα για χορό . Για χορό της Ζωής και του Ανθρώπου . Φτιαγμένο σε ψήλωμα για να το πιάνει ο αέρας , Βοριάς ή Νοτιάς
Στη μέση στήθηκε , σαν κοντάρι για λάβαρο νίκης , το στοιερό . Από ξύλο πουρναρίσιο. Ν’ αντέχει το τράβηγμα των ζώων και να κρατάει τις ισορροπίες. Κι ολόγυρα , άκρη άκρη, ένα πεζουλάκι για να μένει μέσα ο καρπός του αλωνίσματος .
Σαν έφτανε ο Θεριστής εδώ , στ’ Αλώνι , στηνότανε τρανό πανηγύρι . Οι θεριστάδες είχαν ήδη με το δρεπάνι «αποκεφαλίσει» τα πάχνα . Οι χεριές γίνονταν χερόβολα , τα χερόβολα δεμάτια και τα δεμάτια φορτώματα . Αλογομούλαρα ιδρωμένα κουβαλούσαν αδιάκοπα τα φορτώματα στ’ Αλώνι , γυρίζοντας , πού και πού, το κεφάλι προς τα πίσω , για δοκιμάσουν κανένα φρεσκοκομμένο στάχυ που περίσσευε .
Κι εκεί , δίπλα στ’ Αλώνι , τράνευαν οι θημωνιές ! Λιοκαμένοι χωριάτες με στέρνα δασύτριχα , με χέρια στιβαρά και φλεβωμένα και μέτωπα κάθιδρα , σκόρπιζαν με τα δικράνια τα στάχυα στ’ Αλώνι . Ο Αλωνάρης (Αλογάρης) βίτσιαζε τα ζα , τα δεμένα με τριχιές στο στοιερό , κι εκείνα καλιγωμένα με τα πέταλα τα γερμανικά , άρχιζαν τους ατέλειωτους κύκλους , κόβοντας την καλαμιά και τρίβοντας τα στάχυα .
Ο χορός του ψωμιού στ’ Αλώνι άρχιζε κάποιο πρωί του Αλωνάρη και τέλειωνε το γιόμα . Το μεσημέρι σταματούσαν .Ανθρώποι και ζα, έψαχναν ίσκιο να σταθούν , νερό δροσερό να ξεδιψάσουν και μια μπουκιά φαΐ να στυλωθούν , έτσι που κόντευαν να σκάσουν από τη ζέστη . Και λίγο μετά , ξανά στη δουλειά . Με τα δικράνια χουφτιασμένα γερά στις ροζιασμένες παλάμες γύριζαν συνέχεια τα στάχυα στ’ αλώνι και στο τέλος , με τα ξυλόφτυαρα , «γύριζαν τ’ Αλώνι» , για να τριφτούν τελείως τα στάχυα και τα άγανα .
Σαν «τέλειωνε τ’ αλώνι» , η προσευχή τους στον Ουρανό ήταν να φυσήξει αγέρας . Κι αν ο Ουρανός τους άκουγε , άρχιζαν αμέσως το λίχνισμα ως αργά το βράδυ , με τα λυχνάρια ή με το φεγγάρι . Με τα δικράνια πέταγαν ψηλά το «λιώμα» κι ο αέρας ξεχώριζε το άχερο , ενώ ο καρπός του σιταριού , «χρυσή ψιχάλα απ’ τ’ άστρα», έπεφτε κοντά στους λιχνιστές χτίζοντας , σιγά-σιγά , έναν ψηλό σωρό . Ύστερα γινόταν το κοσκίνισμα και , τέλος , το σιτάρι , σακιασμένο , έπαιρνε τον δρόμο για τις σεντούκες στο σπίτι και κατοπινά για το μύλο .
Όπως στο Θέρο , έτσι και στ’ Αλώνισμα , όλη η οικογένεια έκανε τ’ αλώνι σπίτι της . Ιδιαίτερα για τα παιδιά , το αλώνισμα ήταν αληθινό πανηγύρι χαράς : Βαράγανε τα ζώα για να γυρίζουν , έκαναν τούμπες και τσουλήθρες στους σωρούς με τ’ άχερα , πηδούσαν πάνω στο χρυσάφι της γης , γέμιζαν τα μαλλιά και τα ρούχα τους με άχερο και χαίρονταν την ελευθερία και την εξοχή μακριά από το σπίτι. Κι οι μεγάλοι όμως , μέσα στη βαριά τους την κούραση και την έγνοια , χαίρονταν κι έπαιρναν κουράγιο και νέα δύναμη από το κοκκινέλι που πρόσφερε άφθονο ο νοικοκύρης καθώς και από τα κοτόπουλα , τα τυριά , το παστό χοιρινό και τον ντοματοκαγιανά που απλόχερα ετοίμαζε και κουβάλαγε στ’ αλώνι η καλή νοικοκυρά , για να «στυλωθεί» η αργατιά κι όλοι όσοι δουλεύανε και βοηθάγανε στο αλώνισμα …εκεί που κερδήθηκε κάποτε το Ψωμί .
«Άντε , ν’ εκεί πέρα κι αντίπερα, πέρα στα πέντε αλώνια,
μωρή κοντοπλεγμένη κόρη, αρραβωνιασμένη.
Ν’ εκεί λιχνίζουν δώδεκα, λιχνίζουν δεκαπέντε.
Άιντε, κόρη ξανθή ξεσκυβάλαγε με τη χρυσή τη βέργα.
Κι η μάνα της την έλεγε κι η μάνα της τη λέει:
-Φεύγα κόρη απ’ τον κουρνιαχτό, μη σε μαυρίσ’ ο ήλιος.
-Ν’ εγώ τον ήλιο αγαπώ τον κουρνιαχτό ζηλεύω
κι αυτόν τον πρώτο λιχνιστή τον έχω πρώτο φίλο».
Δημοτικό τραγούδι
Κείμενο-Φωτογραφία : Β. Μητράκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου